- επισυγχέω
- ἐπισυγχέω (Α)προκαλώ μεγαλύτερη σύγχυση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισυγχεῖσθαι — ἐπισυγχέω to be in confusion pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισυγχεῖται — ἐπισυγχέω to be in confusion pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek